- μαφόρτης
- μαφόρτης, ὁ (Α)είδος λεπτού πέπλου με το οποίο κάλυπταν το κεφάλι ή τους ώμους τους οι γυναίκες ή οι καλόγριες.[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνειο από τη Σημιτική (πρβλ. εβρ. ma'aforet, αραμ. m'afortā). Τη λ. δανείστηκε και η Λατινική (πρβλ. λατ. mafortium, mafors, mafortis). Η Ελληνική έχει δανειστεί από τη Λατινική το λεξιλογικό υβρίδιο σουβρικομαφόρτιον].
Dictionary of Greek. 2013.